παρανοεῖ

παρανοεῖ
παρανοέω
think amiss
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
παρανοέω
think amiss
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
παρανοέω
think amiss
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
παρανοέω
think amiss
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γραμματολικριφίς — γραμματολικριφίς, ο (Α) αυτός που παρανοεί ή παρερμηνεύει το νόημα τών κειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) + λικριφίς «από τα πλάγια, πλαγίως»] …   Dictionary of Greek

  • παρήκοος — η, ο / παρήκοος, ον, ΝΜ ανυπάκουος, απειθής μσν. αυτός που ακούει κάτι εσφαλμένα, που παρανοεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ήκοος (< ἀκούω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. υπ ήκοος)] …   Dictionary of Greek

  • παρακεκόαται — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρανοεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. ενός άχρηστου ρ. παρακοῶ] …   Dictionary of Greek

  • στραβάκουσμα — το, Ν [στραβακούω] το να στραβακούει κάποιος, το να ακούει εσφαλμένα ή να παρανοεί αυτά που τού λένε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”